Μολοσσικόν — Μολοσσικός masc acc sg Μολοσσικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοττικός — Μολοσσικός , Μολοσσικός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσικαῖσι — Μολοσσικός fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσικοῖσιν — Μολοσσικός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοσσική — Μολοσσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοττικόν — Μολοσσικόν , Μολοσσικός masc acc sg Μολοσσικόν , Μολοσσικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
Μολοττικοῦ — Μολοσσικοῦ , Μολοσσικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μολοττική — Μολοσσική , Μολοσσικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)